ουκρανικός

ουκρανικός
-ή, -ό [Ουκρανία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ουκρανία και στους Ουκρανούς ή αυτός που προέρχεται από την Ουκρανία («ουκρανική γλώσσα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κβίτκα, Γκριγκόρι Φιοντόροβιτς — (Grigori Fedorovitch Kvitka, Οσνόβα 1778 – Χάρκοβο 1843). Ουκρανός λογοτέχνης. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους εκδότες και συντάκτες της εφημερίδας Ουκρανικός Ταχυδρόμος. Χρημάτισε διευθυντής του επαγγελματικού… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”